ΕΡΓΑΣΙΑ >> 5. Διαβάστε: «Δικαιολόγηση».

ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ

Όταν ένα άτομο διαπράττει μια όβερτ πράξη και μετά την αποκρύπτει, χρησιμοποιεί συνήθως τον κοινωνικό μηχανισμό της δικαιολόγησης. Όταν λέμε «δικαιολόγηση» εννοούμε τους λόγους που προβάλλονται ως εξήγηση για το ότι η όβερτ πράξη δεν ήταν στην πραγματικότητα όβερτ πράξη.

Όλοι έχουμε ακούσει ανθρώπους να επιχειρούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους και όλοι μας ξέραμε από ένστικτο ότι η δικαιολόγηση ισοδυναμούσε με ομολογία ενοχής. Αλλά μέχρι τώρα δεν είχαμε καταλάβει τον ακριβή μηχανισμό πίσω από τη δικαιολόγηση.

Χωρίς την εφαρμογή των διαδικασιών της Σαηεντολογίας, δεν υπάρχει μέσο με το οποίο ένα άτομο θα μπορούσε ν’ ανακουφίσει τον εαυτό του από τη συναίσθηση του ότι έχει κάνει μια όβερτ πράξη, εκτός από το να προσπαθεί να μειώσειτο όβερτ.

Μερικές εκκλησίες και άλλες ομάδες χρησιμοποίησαν την εξομολόγηση σε μια προσπάθεια να ανακουφίσουν το άτομο από το βάρος των όβερτ πράξεών του. Ωστόσο, δίχως πλήρη κατανόηση όλων των μηχανισμών που λαμβάνουν μέρος, είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Η εξομολόγηση, για να είναι πραγματικά αποτελεσματική, πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη αποδοχή ευθύνης. Όλες οι όβερτ πράξεις είναι το προϊόν ανευθυνότητας σε μια ή περισσότερες πλευρές της ζωής.

Τα γουίθχολντ είναι κι αυτά από μόνα τους κάτι σαν όβερτ, αλλά η πηγή τους είναι διαφορετική. Η Σαηεντολογία έχει αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάση καλός – γεγονός που έρχεται σε άμεση σύγκρουση με παλαιότερες αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο άνθρωπος είναι κατά βάση κακός. Ο άνθρωπος είναι καλός σε τέτοιο βαθμό, που, όταν συνειδητοποιεί ότι είναι πολύ επικίνδυνος και έχει σφάλλει, επιζητεί να μειώσει τη δύναμή του. Κι αν αυτό δεν έχει αποτελέσματα και εξακολουθεί να πιάνει τον εαυτό του να διαπράττει όβερτ πράξεις, επιζητεί να ξεφορτωθεί τον εαυτό του φεύγοντας ή με το να συλληφθεί και να εκτελεστεί. Χωρίς αυτό τον υπολογισμό, η αστυνομία θα ήταν ανίκανη να ανιχνεύσει το έγκλημα – ο εγκληματίας πάντοτε βοηθάει στη σύλληψή του. Το μυστήριο είναι γιατί η αστυνομία τιμωρεί τον εγκληματία που έχει συλληφθεί. Αυτό που θέλει ο εγκληματίας είναι να καταστεί λιγότερο επιβλαβής στην κοινωνία. Θέλει αποκατάσταση. Λοιπόν, αν αυτό είναι αλήθεια, τότε γιατί δεν ανοίγει την καρδιά του; Το γεγονός είναι ότι θεωρεί όβερτ πράξη το ν’ ανοίξει την καρδιά του.

Όταν ένα άτομο διαπράττει ένα όβερτ, σ’ αυτή την περίπτωση, όταν κλέβει χρήματα από το αφεντικό του...

...έχει ένα γουίθχολντ από το άτομο το οποίο έβλαψε.

Όταν το βάρος αυτού που έκανε γίνεται υπερβολικά μεγάλο...

...το άτομο θα μειώσει αυτόν που έβλαψε σε μια προσπάθεια να μειώσει τη δική του όβερτ πράξη. Αυτό αποκαλείται «δικαιολόγηση».

Οι άνθρωποι αποκρύπτουν τις όβερτ πράξεις τους επειδή πιστεύουν ότι η αποκάλυψή τους θα ήταν μια ακόμη όβερτ πράξη. Είναι σαν να προσπαθούν οι άνθρωποι ν’ απορροφήσουν και να κρατήσουν εκτός οπτικού πεδίου όλα τα κακά του κόσμου. Αυτό είναι ξεροκεφαλιά. Όταν οι όβερτ πράξεις αποκρύπτονται, συνεχίζουν να αιωρούνται στο σύμπαν και αυτές οι ίδιες αποτελούν εξολοκλήρου, ως γουίθχολντ, την αιτία του συνεχιζόμενου κακού.

Εξαιτίας αυτών των μηχανισμών, όταν το βάρος γίνεται πάρα πολύ μεγάλο, ο Άνθρωπος ωθείται σ’ έναν άλλο μηχανισμό: την προσπάθεια να μειώσει το μέγεθος και το βάρος του όβερτ. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να το κάνει αυτό είναι προσπαθώντας να μειώσει το μέγεθος και την υπόληψη του τέρμιναλ απέναντι στο οποίο έκανε το όβερτ. Ως εκ τούτου, όταν ένας άντρας ή μια γυναίκα κάνει μια όβερτ πράξη, τη συνοδεύει συνήθως με μια προσπάθεια να μειώσει την καλοσύνη ή τη σπουδαιότητα του ατόμου που ήταν ο στόχος του όβερτ. Ως εκ τούτου, ο άντρας που κάνει απιστίες στη γυναίκα του πρέπει μετά να δηλώσει ότι η γυναίκα του δεν άξιζε από κάποια άποψη. Έτσι, η σύζυγος που έκανε απιστίες στον άντρα της πρέπει να μειώσει τον άντρα της για να μειώσει το όβερτ. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, η επίκριση, ως επί το πλείστον, είναι δικαιολόγηση μιας διάπραξης όβερτ.

Αυτό δε σημαίνει ότι όλα τα πράγματα είναι σωστά και ότι τίποτε δεν αξίζει καμιά επίκριση ποτέ. Ο Άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος. Και ο μηχανισμός της όβερτ πράξης είναι απλώς ένα ποταπό παιχνίδι στο οποίο γλίστρησε χωρίς να γνωρίζει πού πηγαίνει. Υπάρχουν πράγματι σωστά και λάθη στη συμπεριφορά, στην κοινωνία και στη ζωή γενικά, αλλά η τυφλή και κακόβουλη επίκριση, όταν δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα, είναι μόνο μια προσπάθεια να μειώσει κανείς το μέγεθος του στόχου του όβερτ, έτσι ώστε να μπορεί (ελπίζει) να ζήσει με το όβερτ. Φυσικά, το να επικρίνεις άδικα και να μειώνεις την υπόληψη κάποιου άλλου είναι από μόνο του μια όβερτ πράξη, κι έτσι αυτός ο μηχανισμός δεν είναι, στην πραγματικότητα, αποτελεσματικός.

Αυτό είναι μία ελικοειδής πτώση. Ένα άτομο διαπράττει όβερτ πράξεις χωρίς να το θέλει. Έπειτα επιζητεί να τις δικαιολογήσει γκρινιάζοντας ή ρίχνοντας αλλού το φταίξιμο. Αυτό οδηγεί σε ακόμη περισσότερα όβερτ εναντίων των ιδίων ανθρώπων και αυτό με τη με τη σειρά του οδηγεί στον ξεπεσμό τόσο του ίδιου του ατόμου, όσο και μερικές φορές και των ανθρώπων ενάντια στους οποίους το άτομο, διέπραξε τα όβερτ.

Η κοινωνία είναι έτσι οργανωμένη ώστε να τιμωρεί τις περισσότερες παραβιάσεις με κάποιον τρόπο. Η τιμωρία είναι απλά μια ακόμα χειροτέρευση της ακολουθίας του όβερτ και εξευτελίζει τον τιμωρό. Αλλά οι άνθρωποι που είναι ένοχοι για διάπραξη όβερτ απαιτούν την τιμωρία. Τη χρησιμοποιούν για να τους βοηθήσει να συγκρατηθούν (ελπίζουν) από περαιτέρω παραβιάσεις. Είναι το θύμα που επιζητεί την τιμωρία, και είναι στενοκέφαλη η κοινωνία που την απονέμει. Οι άνθρωποι πέφτουν στα γόνατα και εκλιπαρούν να εκτελεστούν. Και, όταν δεν τους κάνεις τη χάρη, γίνονται χειρότεροι κι από μαινάδες.

Όταν ακούς φαρμακερή και άγρια επίκριση, η οποία είναι κάπως τραβηγμένη, να ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου όβερτ ενάντια σ’ αυτό το άτομο που δέχεται την επίκριση.

Κατέχουμε το μηχανισμό που κάνει αυτό το σύμπαν τρελό. Με το να γνωρίζουμε αυτόν το μηχανισμό, είναι δυνατό να βρούμε έναν αποτελεσματικό χειρισμό για να τον εξουδετερώσουμε. Αυτό έχει ωστόσο περαιτέρω συνέπειες, οι οποίες θα πρέπει πρώτα να κατανοηθούν.

 

που χαρακτηρίζεται από σφοδρή δριμύτητα.